Ένα χρόνο το λέω. Πρέπει να γράψω κάτι για αυτόν. Για τον αγαπημένο μου κύριο Χρόνη. Ένα χρόνο τώρα δεν τα κατάφερα. Και να που προχτές στο μνημόσυνο του, συνειδητοποίησα πως πέρασε τόσος καιρός και κουβέντα δεν είπα. Δεν βρήκα χρόνο να πω. Αυτός που πάντα είχε το σπίτι του ανοιχτό για μας. Που περάσαμε πρωινά που γίνανε μεσημέρια. Ώρες.
Σε θυμάμαι. Πάντα κάθεσαι στην ίδια θέση. Πίσω από το γραφείο σου. Μιλάς. Κάνεις παύσεις. Το πρόσωπο σου γέρνει ελαφρά προς τα κάτω. Κοιτάζεις έξω από το παράθυρο στ αριστερά. σου. Η φωνή σου είναι χαμηλόφωνη. Βήχεις. Μιλάς. Και γω δεν ακούω πάντα αυτά που λες. Εξερευνώ το πρόσωπο σου. Προσέχω τις κινήσεις σου. Τα μάτια σου υγραίνονται. Βγάζεις τα γυαλιά σου. Με ένα μαντήλι σκουπίζεις τα μάτια σου. Φοράς ξανά τα γυαλιά σου.Βγάζεις καπνό. Τυλίγεις τσιγάρο. Καπνίζεις. Βήχεις. Κάποιες φορές λίγος καπνός κολλάει στα χείλη σου.
Και συ μιλάς. Και γω δεν ακούω. Χαζεύω και γω έξω από το παράθυρο που κοιτάζεις και συ.
Κείνη τη μέρα φυσούσε. Μπήκαμε λίγο βιαστικά στο σπίτι. Οι πόρτες ξεκλείδωτες. Ήπιαμε καφέ από τα χέρια της Ρηνιώς. Και συ μιλούσες. Κοίταζα την ξύλινη σκάλα με τα στοιβαγμένα βιβλία. Την τηλεόραση που ήτανε σβηστή. Κάτι για πολιτικά λέγατε. Για το παρελθόν. Αυτό που επηρεάζει το μέλλον.Και ύστερα για τους νέους Για τον έρωτα. Για τις σχέσεις. Για τη φύση και το πόσο έχει απομακρυνθεί ο άνθρωπος από αυτήν. Ξαναγυρνάω και σε κοιτάζω. Τα δάχτυλα σου κίτρινα. Γελάς. Τι είπες άραγε; Α θυμήθηκα. Κάποια ιστορία από τα παλιά. Δώδεκα ή ώρα. "Τσίπουρο;" "Μα είναι μόνο δώδεκα κύριε Χρόνη". "Κύριε Χρόνη" ."Τι κάνετε κύριε Χρόνη;" Προχτές το θυμήθηκα πάλι. Δεν σου άρεσε να σου μιλάω στον πληθυντικό. Και γω ποτέ μου δε σου κανα το χατήρι.
Πρώτη γουλιά. Και όλα σιγά σιγά αλλάζουν. Τσίπουρο, το μαγικόν. Τώρα ακούω και πολιτικά. Είναι όμως αργά για τέτοιες κουβέντες. Για άλλα θα μιλήσουμε. Η ώρα προχωράει. Σηκωνόμαστε να φύγουμε. "Δε θα καθίσετε για φαΐ; Από αυτό που έχουμε για μας, θα φάτε και σεις," μας λέει η Ρηνιώ. Καθίστε". Καθόμαστε. Εμείς και εσείς. Τι φάγαμε; Νόστιμο ήτανε.
Τελειώνουμε. Σηκώνεσαι. Φεύγεις για τη μεσημεριανή σου ξεκούραση. Εμείς εκεί. Στο τραπέζι. Ακούω τα βήματα σου. Είσαι μεγάλος πια. Περπατάς αργά. Ύστερα οι θόρυβοι από το βάθος παύουν ν ακούγονται. Κοιμήθηκες. Κάτι λέμε για σένα με τη Ρηνιώ. Θυμάμαι; Ύστερα πιάνουμε άλλες κουβέντες. "Όχι άλλο τσίπουρο. Ευχαριστώ".
Η μέρα έχει προχωρήσει. Δε θα καθίσουμε άλλο. Σηκωνόμαστε. Έχω αφήσει το μπουφάν μου στον καναπέ. Δίπλα στο γραφείο σου. Λείπει η μορφή σου. Κοιμάσαι. Παίρνω το μπουφάν μου και φεύγω. Τελικά δεν ήταν δύσκολο να σου μιλάω στον ενικό.
*Έψαχνα να βρω ένα τραγούδι του Μπιθικώτση που όποτε το ακούω μου θυμίζει μια από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μου. Δεν το βρήκα. Άλλο τραγούδι θα παίξει για μένα η κομπανία. Καλοκαίρι. Στην αυλή του Χρόνη. Φοράω ένα τυρκουάζ φόρεμα. Είμαι ευτυχισμένη.
Σε θυμάμαι. Πάντα κάθεσαι στην ίδια θέση. Πίσω από το γραφείο σου. Μιλάς. Κάνεις παύσεις. Το πρόσωπο σου γέρνει ελαφρά προς τα κάτω. Κοιτάζεις έξω από το παράθυρο στ αριστερά. σου. Η φωνή σου είναι χαμηλόφωνη. Βήχεις. Μιλάς. Και γω δεν ακούω πάντα αυτά που λες. Εξερευνώ το πρόσωπο σου. Προσέχω τις κινήσεις σου. Τα μάτια σου υγραίνονται. Βγάζεις τα γυαλιά σου. Με ένα μαντήλι σκουπίζεις τα μάτια σου. Φοράς ξανά τα γυαλιά σου.Βγάζεις καπνό. Τυλίγεις τσιγάρο. Καπνίζεις. Βήχεις. Κάποιες φορές λίγος καπνός κολλάει στα χείλη σου.
Και συ μιλάς. Και γω δεν ακούω. Χαζεύω και γω έξω από το παράθυρο που κοιτάζεις και συ.
Κείνη τη μέρα φυσούσε. Μπήκαμε λίγο βιαστικά στο σπίτι. Οι πόρτες ξεκλείδωτες. Ήπιαμε καφέ από τα χέρια της Ρηνιώς. Και συ μιλούσες. Κοίταζα την ξύλινη σκάλα με τα στοιβαγμένα βιβλία. Την τηλεόραση που ήτανε σβηστή. Κάτι για πολιτικά λέγατε. Για το παρελθόν. Αυτό που επηρεάζει το μέλλον.Και ύστερα για τους νέους Για τον έρωτα. Για τις σχέσεις. Για τη φύση και το πόσο έχει απομακρυνθεί ο άνθρωπος από αυτήν. Ξαναγυρνάω και σε κοιτάζω. Τα δάχτυλα σου κίτρινα. Γελάς. Τι είπες άραγε; Α θυμήθηκα. Κάποια ιστορία από τα παλιά. Δώδεκα ή ώρα. "Τσίπουρο;" "Μα είναι μόνο δώδεκα κύριε Χρόνη". "Κύριε Χρόνη" ."Τι κάνετε κύριε Χρόνη;" Προχτές το θυμήθηκα πάλι. Δεν σου άρεσε να σου μιλάω στον πληθυντικό. Και γω ποτέ μου δε σου κανα το χατήρι.
Πρώτη γουλιά. Και όλα σιγά σιγά αλλάζουν. Τσίπουρο, το μαγικόν. Τώρα ακούω και πολιτικά. Είναι όμως αργά για τέτοιες κουβέντες. Για άλλα θα μιλήσουμε. Η ώρα προχωράει. Σηκωνόμαστε να φύγουμε. "Δε θα καθίσετε για φαΐ; Από αυτό που έχουμε για μας, θα φάτε και σεις," μας λέει η Ρηνιώ. Καθίστε". Καθόμαστε. Εμείς και εσείς. Τι φάγαμε; Νόστιμο ήτανε.
Τελειώνουμε. Σηκώνεσαι. Φεύγεις για τη μεσημεριανή σου ξεκούραση. Εμείς εκεί. Στο τραπέζι. Ακούω τα βήματα σου. Είσαι μεγάλος πια. Περπατάς αργά. Ύστερα οι θόρυβοι από το βάθος παύουν ν ακούγονται. Κοιμήθηκες. Κάτι λέμε για σένα με τη Ρηνιώ. Θυμάμαι; Ύστερα πιάνουμε άλλες κουβέντες. "Όχι άλλο τσίπουρο. Ευχαριστώ".
Η μέρα έχει προχωρήσει. Δε θα καθίσουμε άλλο. Σηκωνόμαστε. Έχω αφήσει το μπουφάν μου στον καναπέ. Δίπλα στο γραφείο σου. Λείπει η μορφή σου. Κοιμάσαι. Παίρνω το μπουφάν μου και φεύγω. Τελικά δεν ήταν δύσκολο να σου μιλάω στον ενικό.
*Έψαχνα να βρω ένα τραγούδι του Μπιθικώτση που όποτε το ακούω μου θυμίζει μια από τις ομορφότερες βραδιές της ζωής μου. Δεν το βρήκα. Άλλο τραγούδι θα παίξει για μένα η κομπανία. Καλοκαίρι. Στην αυλή του Χρόνη. Φοράω ένα τυρκουάζ φόρεμα. Είμαι ευτυχισμένη.